Εμένα που με βλέπετε, ούτε που θυμάμαι πόσων χρόνων είμαι. Όλοι με ξέρουν σαν τη γέρικη βελανιδιά, «φρουρό» και σύμβολο του βασιλικού ανακτόρου της Βεργίνας. Έρχονται να θαυμάσουν ό,τι απέμεινε από τις Αιγές, την ιερή πρωτεύουσα των Μακεδόνων και ούτε που μου δίνουν σημασία. Μόνο το καλοκαίρι, όταν κυριολεκτικά σκάει ο τζίτζικας, με προσέχουν και τρέχουν να δροσιστούν κάτω από τον ίσκιο μου. Καθόλου δε με πειράζει. Μου φτάνει που ξέρω όσα είδα και που ένιωσα όσα δε φαντάζεστε... Σήμερα, ωστόσο, αποφάσισα να το γιορτάσω! Κρέμασα από τα κλαδιά μου τα ωραιότερα ευρήματα των βασιλικών τάφων και ήρθα να σας πω το παραμύθι που θα ήθελα να γραφτεί για μένα...
Μια φορά κι έναν καιρό, είχα ανθρώπινη μορφή και κρατούσα από βασιλική γενιά. Ήμουν κοπέλα ζηλευτή, με θωριά που έλαμπε σαν τον ήλιο και κρίση καθαρή σαν δροσοσταλίδα. Ζούσα στη Βέροια, το στολίδι της Μακεδονίας, και όλοι με σέβονταν και με τιμούσαν, γιατί πάντα πρόσφερα στον τόπο μου και ήμουν σπλαχνική με τους κατατρεγμένους. Το όνομά μου ήταν Βεργίνα. «Βεργίνα βεργολυγερή» μ’ έλεγε ο αγαπημένος μου, ένα παλικάρι παθιασμένο με τη ζωή κι ορμητικό σαν ποταμός. Στιγμή δε μ’ άφηνε σε ησυχία. «Σοβαρέψου λιγάκι, Αλιάκμονα», του έλεγα όταν πια το παράκανε με τα πειράγματα και τα τρεχαλητά στις εξοχές της Ημαθίας. Αλλά πού εκείνος! Το κελαρυστό του γέλιο αντιλαλούσε στις ρεματιές, τρύπωνε στα πολύχρωμα φυλλώματα και στις αστραφτερές νεροσυρμές κι αναστάτωνε τα πουλιά και τα ζώα στις φωλιές τους.
Μαζί είχαμε σκάψει τα μυστικά λαγούμια που διαπερνούσαν τα βουνά κι έφταναν στη θερινή μας κατοικία. Κανείς δεν μπορούσε να βρει την αρχή τους! Όσο και να προσπαθούσαν, πάντα τους μπέρδευαν τα σημάδια, που κάθε εποχή άλλαζαν στο δάσος. Οι οξιές, οι καστανιές, τα έλατα και οι βελανιδιές φρόντιζαν σαν καλές νοικοκυρές γι’ αυτό! Μια φορά προσπάθησαν να με πάρουν από πίσω δυο τρεις τσοπάνηδες, για να δουν πού πηγαίνω όταν εξαφανίζομαι από το χωριό. Αλλά εγώ, σαν τις νεράιδες και τις ξωτικές, ξεγλίστρησα μέσα από τα μάτια τους, χώθηκα σε μιας φιλενάδας μου ελαφίνας τη σπηλιά και μην την είδατε! Πολύ διασκέδασε τότε μαζί τους ο Αλιάκμονας. Ακολουθώντας τους γρήγορα κι αθόρυβα σαν τον κάστορα, έσβηνε τα χνάρια τους με μια φουντωτή φτέρη! Ώρες έκαναν έπειτα να βρουν το μονοπάτι της επιστροφής...
Αιγές: ένα ακόμη όνομα που ξετυλίγει την ανέμη φημισμένου παραμυθιού... Περιπλανώμενος, έψαχνε τόπο εύφορο και φυσικά προστατευμένο για να εγκατασταθεί με το λαό του ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας Περδίκκας Α΄. Το έπραξε εκεί που σταμάτησαν τα κοπάδια με τις αίγες (=κατσίκες) του για να βοσκήσουν, κάτι που τον προέτρεψε να κάνει σχετικός χρησμός από το μαντείο των Δελφών! Στιγμές αξέχαστες ζήσαμε με τον αγαπημένο μου σ’ εκείνες τις ξωμεριές. Τι τραγούδια λέγαμε, τι χορούς κάναμε τις μέρες της συγκομιδής στους κήπους μας, τους φορτωμένους με φρούτα λαχταριστά και με λουλούδια που μεθούσαν τον αγέρα με την ευωδιά τους! «Σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο, ως κι ο κατσούφης βοριάς αλλάζει χαρακτήρα: δριμύς και παγωμένος καταφθάνει, μα καθώς πλαγιοκοπά στα βουνά τριγύρω, από το Βέρμιο και τα Πιέρια ως τον Όλυμπο, επιστρέφει σαν νοτιάς γλυκύτατος, ημερωμένος», μου έλεγε ο Αλιάκμονας. Κι εγώ, για να τον πειράξω, «Λωλοπόταμο» τον ανέβαζα, «Ανεμοδούρα» τον κατέβαζα. Και δώσ’ του κυνηγητά στα ηλιόλουστα ξέφωτα και στα βαθύσκιωτα λαγκάδια... Μια μέρα, ως και τον Πάνα, τον τραγοπόδαρο γιο του Ερμή, πιάσαμε να μας κρυφοκοιτάζει. Έτρεξε να τον γραπώσει ο Αλιάκμονας, αλλά μόλις που πρόφτασε να δει μια ουρίτσα να κουνιέται παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις καλαμιές!
Τα χρόνια κύλησαν γλυκόπιοτα, σαν το κρασάκι σε φαγοπότι γιορτινό. Γεράσαμε πολύ με τον Αλιάκμονα κι ήρθε η ώρα να φύγουμε από τη ζωή. Η μητέρα Γη, όμως, δε θέλησε να σβηστεί το πέρασμά μας από την ιστορία. Έτσι, εγώ έγινα η βελανιδιά που βλέπετε κι ο σύντροφός μου, ο Αλιάκμονας, το ομώνυμο ποτάμι. Κι οι δυο ξέραμε πως σ’ αυτά τα πανάρχαια χώματα κείτονταν αναπαυμένοι για εκατοντάδες χρόνια οι θησαυροί των Μακεδόνων. Γι’ αυτό, αξέχαστη θα μας μείνει η μαγική στιγμή του 1977 που η αρχαιολογική σκαπάνη έπιασε δουλειά στα χέρια του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου και των συνεργατών του και τους έφερε στο φως! Το βασιλικό ανάκτορο, η ακρόπολη, το θέατρο, τα ιερά, τα θεμέλια σπιτιών και άλλων κτηρίων έκαναν την ανθρωπότητα να ριγήσει από δέος. Μα περισσότερο απ’ όλα την εντυπωσίασε το περίφημο νεκροταφείο των τύμβων -θα έχετε ακούσει για τους τύμβους, τους τεχνητούς λόφους που τους λένε και «τούμπες»- στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Παλατίτσια και Βεργίνα. Κι αυτό γιατί ο μακεδονικός τάφος της Μεγάλης Τούμπας δεν είχε συληθεί από τους τυμβωρύχους! Το μέγεθός του, η ναόσχημη μορφή του, η όλη κατασκευή και διακόσμησή του, καθώς και το πολύτιμο περιεχόμενό του, μαρτυρούσαν ότι κάποιος σπουδαίος βασιλιάς είχε ταφεί και λατρευόταν εκεί. Κι αυτός δεν ήταν παρά ο Φίλιππος ο Β΄, ξακουστός ηγεμόνας της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Το παραμύθι μας δεν τελειώνει εδώ. Όσο εγώ θα στέκομαι επιβλητική στο χώρο των βασιλικών ανακτόρων στη Βεργίνα κι ο αγαπημένος μου Αλιάκμονας θα ποτίζει και θα θρέφει ακούραστος τη μακεδονική γη, η ζωή θα συνεχίζεται και μαζί της και η ιστορία. Θ’ αξιωθούν, άραγε, κάποιοι από τους σημερινούς κατοίκους της να τη λαμπρύνουν όσο κι οι δοξασμένοι πρόγονοί τους;
πηγή : IMEakia