RSS
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Ιούνιος παίζει...

Στη χώρα του Χρόνου, μια ηλιόλουστη μέρα έγινε ένας γάμος λαμπρός. Το Καλοκαίρι πήρε τη Ζέστη γυναίκα του και όλοι το βρήκαν αυτό πολύ φυσικό. Εκείνο που αργότερα φάνηκε σε όλους κάπως περίεργο ήταν που το πρώτο παιδί τους, ο Ιούνιος, έμοιαζε περισσότερο με τη θεία του την Άνοιξη και λιγότερο με τους γονείς του.
     Και δεν είχαν άδικο. Ο Ιούνιος είχε το φωτεινό πρόσωπο του πατέρα και το ζεστό χαμόγελο της μητέρας του. Τα χαρακτηριστικά του ωστόσο θύμιζαν πραγματικά την αδερφή του μπαμπά του. ΄Υστερα ο Ιούνιος είχε πάρει και κάτι ακόμη από τη θεία την ΄Ανοιξη: ΄Εγραφε! Όχι τραγούδια για τα πουλιά, σαν εκείνη, αλλά παραμύθια για τα παιδιά. Μόνο που παιδιά δεν υπήρχαν ούτε στο σπίτι ούτε στη γειτονιά του. Κι ο Ιούνιος δεν είχε με ποιον να παίξει και να μιλήσει….
       -Να κλείσουμε τα σχολεία, βρήκε η Ζέστη τη λύση. Θα κατέβω στη γη και θα φροντίσω να μη μείνει ανοιχτό ούτε ένα.
       Το ’πε και το ’κανε. Μόλις κατέβηκε η Ζέστη στη γη, τα σχολεία έκλεισαν όλα, τα παιδιά ξεχύθηκαν στις γειτονιές και στις εξοχές – άλλα στη θάλασσα κι άλλα στο βουνό – κι άρχισαν το παιχνίδι.
      Σαν είδε ο Ιούνιος από ψηλά τόσα παιδιά να παίζουν, να τρέχουν και να γελούν, αποφάσισε να κατεβαίνει κι εκείνος να παίζει μαζί τους. ΄Εφευγε λοιπόν πρωί πρωί, πήγαινε στο βουνό, σκαρφάλωνε στα δέντρα με τα παιδιά κι έπαιζε μαζί τους κρυφτό. Το μεσημέρι έκανε μακροβούτια στη θάλασσα και κολυμπούσε με τα παιδιά που παραθέριζαν στις παραλίες. Και το απόγευμα έπαιζε μπάλα στις γειτονιές με όσα παιδιά δεν πήγαιναν εξοχή…»


(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά του Καλοκαιριού» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 18η έκδοση 2009. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Επειδή και οι μήνες-παιδιά έχουν τα βασανάκια τους... ( της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου)

«Ο Μάρτης γεννήθηκε μια μέρα δροσερή στη χώρα του παππού του του Χρόνου. Μητέρα του ήταν η ΄Ανοιξη και πατέρας του ήταν το Κρύο. Του Μάρτη οι γονείς, ωστόσο, μόλις ήρθε ο γιος τους στον κόσμο, αποφάσισαν να χωρίσουν. ΄Αλλαξε λοιπόν σπίτι το Κρύο και δε ζούσε πια με την ΄Ανοιξη…
            - Το έλεγα στη θυγατέρα μου εγώ, κουβέντιαζε ο Χρόνος με τα’ άλλα του τα παιδιά. Της το έλεγα πως με το Κρύο δε θα ταιριάσει, αλλά εκείνη δε μ’ άκουγε…
            - Το βρίσκω κι εγώ πολύ φυσικό που δεν τα πήγαν καλά, συμφωνούσε με τον πατέρα του το Καλοκαίρι. Μάλωναν όλη την ώρα οι δυο τους. Η ΄Ανοιξη φούντωνε και το Κρύο δεν υποχωρούσε καθόλου!
            - Ε, ας υποχωρούσε λίγο η αδερφή μας, έλεγε τη γνώμη του και το Φθινόπωρο. Ας έριχνε λίγο νερό στο κρασί της…
            - Η ΄Ανοιξη δεν έχει πολύ νερό, ούτε δικό της κρασί σαν του λόγου σου, έπαιρνε το μέρος της ο Χειμώνας. Παρόλο που το κρύο είναι φίλος μου, εγώ νομίζω πως δεν της ταίριαζε διόλου. Κρύο και ΄Ανοιξη πού ξανακούστηκε; Σωστά τ’ αποφάσισαν να χωρίσουν.
            Σωστά ή λάθος, ο Μάρτης βρέθηκε ξαφνικά με δυο σπίτια. ΄Ετσι, πότε ήθελε να μένει με τον πατέρα και πότε με τη μητέρα του.
            - Θεότρελος τούτος ο μήνας! θύμωναν οι θείοι μαζί του. Ας διαλέξει επιτέλους: Κρύο ή ΄Ανοιξη;…»

 

 (Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά της ΄Ανοιξης» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 18η έκδοση 2009. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.)

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ο φιλέλληνας Ρόαλντ Νταλ !

Ο Βρετανός συγγραφέας Ρόαλντ Νταλ (1916-1990) ήταν πασίγνωστος κυρίως ως δημιουργός παιδικών βιβλίων, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" (Ματίλντα, Οι μάγισσες, Ο Τζίμης και το Γιγαντοροδάκινο, Ντάνυ ο Πρωταθλητής, Ο Τσάρλυ και το εργοστάσιο σοκολάτας, κ.ά.).
Ρόαλντ Νταλ

Πόσοι όμως ξέρουν, άραγε, στον τόπο μας, ότι ήταν και θαυμαστής του ελληνισμού; 

Όπως αναφέρει στο δεύτερο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Going soloστις 20 Απριλίου 1941, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, ως πιλότος της RAF που στάθμευε στην Ελευσίνα, πέταξε πάνω από την Αθήνα για να τονώσει το ηθικό των Ελλήνων και πήρε μέρος στην Αερομαχία των Αθηνών. 
Περιγράφει επίσης τις αερομαχίες με τους Γερμανούς πάνω από την Εύβοια, τον βομβαρδισμό της Χαλκίδας και το λεγόμενο «Αργολικό φιάσκο».

Ο Ρόαλντ Νταλ νέος
Στο διήγημά του Katina(περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Collected Short Stories) διηγείται την ιστορία μιας μικρής Ελληνίδας που, ενώ τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο στο ΄Αργος, αυτή πετάχτηκε στο διάδρομο προσγείωσης δείχνοντας τις γροθιές τις στα εχθρικά αεροπλάνα. Γράφει: «Καθώς ατένιζα τις φλόγες, η φωτιά πήρε ένα πιο βαθύ κόκκινο χρώμα και ξαγνάντεψα πέρα μακριά όχι πια μια μάζα αποκαΐδια αεροπλάνων, αλλά τις φλόγες μιας πιο τρανής και ζωηρής φωτιάς που έκαιγε τώρα στις καρδιές του Ελληνικού λαού». 

΄Αντλησα τα παραπάνω κυρίως από άρθρο του κ. Παναγιώτη Αλεβαντή στο περιοδικό Ελληνική Διεθνής Γλώσσα, τ.8(52), σ.835, και τα μεταφέρω με τις ευχαριστίες μου. Με την επέτειο του ΟΧΙ να πλησιάζει, σκέφτομαι πως ίσως αυτό το διήγημα του Dahl θα έπρεπε να είχε μεταφραστεί στα ελληνικά πρώτο απ’ όλα τα έργα του.

(Δείτε την απολαυστική ιστοσελίδα του www.roalddahl.com  εικονογραφημένη από τον επίσης διάσημο εικονογράφο Quentin Blake, βραβευμένο με το διεθνές βραβείο εικονογράφησης Η.C. Andersen)

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Φανταστική συνέντευξη της Πηνελόπης Δέλτα στη Λότη Πέτροβιτς !


Εβδομήντα χρόνια έκλεισαν το 2011 από το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, χρονικό διάστημα που διόλου δε λιγόστεψε το ενδιαφέρον για το έργο της, καθόλου δε μείωσε την αγάπη των μικρών αναγνωστών για τα βιβλία της.  Κι ας σημειώθηκαν έκτοτε στην Παιδική μας Λογοτεχνία κινήσεις και τάσεις πολυσήμαντες που οδήγησαν σε μια πανθομολογούμενη «άνθηση». Κι ας είναι πλήθος τα αξιόλογα παιδικά και νεανικά βιβλία που θα μπορούσαν να έχουν εκτοπίσει τα δικά της.

            Για όλ’ αυτά – πολλές φορές αναρωτήθηκα – τι θα έλεγε άραγε, αν ζούσε, η Πηνελόπη Δέλτα; Τι θα είχε ν’ απαντήσει σε μερικά ερωτήματα που ακόμα, και ίσως πάντα, θα βασανίζουν όσους γράφουν για παιδιά; Τι θα είχε να μας συμβουλεύσει; Τι ακριβώς πίστευε για θέματα αμφιλεγόμενα; Πώς θα έβλεπε η ίδια τα βιβλία της σήμερα; ΄Αραγε θ’ αναθεωρούσε μερικές γραμμές της, μερικές από τις ιδέες της; Κι ακόμα, πώς θ’ αντιμετώπιζε κάποιες σποραδικές προσπάθειες για μείωση της αξίας του έργου της; Σωστότερο θα ήταν να τις πω «απόπειρες για σπίλωση του ονόματός της»;
            ΄Ισως δε θα έπρεπε να σταθούμε σε τέτοιες στενόκαρδες ενέργειες. Θ’ αρκούσε να θυμηθούμε τη ρήση που αποδίδεται στον Κολοκοτρώνη: «Την καρυδιά με τα πολλά καρύδια πετροβολούν». Και ήταν, αλήθεια, μια καρυδιά τεράστια η Πηνελόπη Δέλτα, που ακόμα μας δίνει καρπούς. «Στητή κι ολόρθη», «ψυχή φλογερή, περήφανη κι απτόητη» την ονομάζει ο Ξ. Λευκοπαρίδης, μελετητής και επιμελητής του τόμου με την Αλληλογραφία της (σελ. 14 του προλόγου). «Υπέροχη γυναίκα, που με τη ζωή της μας έδωκε ένα πρότυπο Γυναικείου Ανθρωπισμού» την αποκαλεί ο Δημήτρης Γληνός (σελ. 37). Το έργο της, «έργο κατ’ εξοχήν εθνικό και παιδαγωγικό» το χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Δελμούζος (σελ. 253). «Τιμή στο έθνος, τιμή στο γυναικείο φύλο που έστειλε στο έθνος τέτοιο αντιπρόσωπο να διηγηθεί τις μεγάλες του ιστορίες και να τραγουδήσει τα μεγάλα του όνειρα» αναφωνεί ο Αργύρης Εφταλιώτης (σελ. 189). «Είστε, θαρρώ, από κείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν ξυπνητήρια», της γράφει ο Π.Β. Βλαστός (σελ 4.). Και ο Κων. Μελάς της λέει: «Βάλατε τη μεγάλη σας καρδιά σε αθάνατα βιβλία (σελ. 403). Τα έργα σας … κατορθώνουν να συνταιριάζουν την καλλιτεχνική εύρεση με μια ηθική ιδέα», τονίζει ο Παλαμάς (σελ. 57). «Πιστεύω πως πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία δόθηκαν ζωντανοί τύποι παιδιών από σας» βεβαιώνει ο Μυριβήλης (σελ. 385), που το Πράσινο Βιβλίο του (1935) είναι «αφιερωμένο της Κας Πηνελόπης Δέλτα, το γένος Μπενάκη». «Σας αγαπώ και σας τιμώ σαν ένα ιδανικό», σημειώνει αλλού (σελ. 389).

            Πώς να μη λυπάται κανείς που δεν πρόλαβε να γνωρίσει αυτή τη μοναδική γυναίκα; Πώς να μη λαχταρά ένα θαύμα που θα την έστηνε ολοζώντανη μπροστά του, για να μπορέσει να της μιλήσει, να τη ρωτήσει τόσα και τόσα. Πώς να μη θλίβεται που τέτοια θαύματα δε γίνονται…
            «Να πάρουμε μια φανταστική συνέντευξη!» πρότεινε κάποιος αυθόρμητα ένα απόγευμα στο μικρό γραφείο του περιοδικού Διαδρομές.
            Η ιδέα με συνεπήρε. Ναι, αυτό μπορούσε να γίνει! Θα έθετα τα ερωτήματά μου. Θα προσπαθούσα να βρω τις απαντήσεις από τα ίδια της τα λόγια, μελετώντας προσεκτικότερα τα γράμματα που έστειλε η ίδια. Παρακινδυνευμένο; ΄Ισως, αφού η επιλογή των κειμένων θα ήταν δική μου. Ανεπαρκές; Πολύ πιθανό, αφού σε πολλά ερωτήματα δε θα έβρισκα συγκεκριμένες απαντήσεις. Ταυτόχρονα όμως παιχνίδι γοητευτικό, που ασφαλώς θα το επέτρεπε κι εκείνη, αφού σαν συγγραφέας παιδικών βιβλίων – δεν μπορεί – θα έκρυβε μέσα της κάποια φιλοπαίγμονα διάθεση. Ένα παιχνίδι, στο κάτω κάτω, που κανέναν δε θα είχε να βλάψει, αφού κίνητρό του θα ήταν η αγάπη. Για κείνη. Και για την Παιδική Λογοτεχνία.
            ΄Ετσι έγινε και άνοιξα, για μια ακόμα φορά, τον ογκώδη τόμο με την Αλληλογραφία της. Και η Πηνελόπη Δέλτα ήρθε και κάθισε απέναντί μου μεγαλόπρεπα μα και σεμνά μαζί. Σαστισμένη εγώ, δεν ήξερα τι να πρωτορωτήσω, από πού ν’ αρχίσω…
            - Ξέρετε - είπα - τις πέντε τελευταίες δεκαετίες έγιναν τεράστιες προσπάθειες για την ανάπτυξη της Παιδικής μας Λογοτεχνίας, κυρίως από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Εσείς τι θα είχατε να μας προτείνετε;
            - Θα ήθελα να βαλθούν πολλοί να γράψουν βιβλία διασκεδαστικά, με αγοράκια και κοριτσάκια που παίζουν, μιλούν, κάνουν αταξίες και καλές πράξεις σε ελληνικό περιβάλλον, που να περιγράφονται λεπτομερώς οι εύμορφες εθνικές μας συνήθεις και παραδόσεις. ΄Οποιος γράφει τέτοια, πρέπει βέβαια να σκέφτεται όχι μόνο τη διασκέδαση του παιδικού αλλά και τη μόρφωση της ψυχής και του νου του, και να το κάμει αυτό χωρίς να δασκαλεύει. Ελεεινές βρίσκω, π.χ. τις ιστορίες με έξυπνες ή διασκεδαστικές πονηριές, που μαθαίνουν του παιδιού να μεταχειρίζεται την εξυπνάδα του, για να «γελάσει» τον άλλο.
 Ένα μικρό παράδειγμα που διάβασα στη «Διάπλαση των Παίδων» (έτος 28ο, αριθ. 41-42): Μια μητέρα, για να πιάσει τα παιδιά της και να μάθει ποιο απ’ όλα είχε φάγει το γλυκό, τους είπε πως τα φρύδια του κλέφτη θα πέσουν μέσα στα μάτια του. Αποτέλεσμα: ο κλέφτης ανέβαζε τα φρύδια όσο μπορούσε και η μητέρα τον εννόησε. Ιδού λοιπόν μητέρα που δε βρίσκει άλλο τρόπο να κάμει το παιδί της να ομολογήσει το σφάλμα του παρά «χώνοντάς το μέσα» με πονηριά. Και βεβαίως το παιδί που θα διαβάσει την ιστορία αυτή θα κρίνει πως πρέπει να γίνει πιο πονηρό από τη μητέρα του, για να κάμει αταξίες με ατιμωρησιά. Είναι αυτή αγωγή; (σελ. 87).

            - Η έγνοια σας να είναι όσο καλύτερη γίνεται η πνευματική τροφή των παιδιών φανερώνεται από τη συνήθειά σας να στέλνετε τα χειρόγραφα ή τα δοκίμια των βιβλίων σας σε αναγνωρισμένους πνευματικούς ανθρώπους να τα διαβάσουν και να σας πουν τη γνώμη τους. Σε παιδιά, ωστόσο, τα διαβάζετε ποτέ πριν τυπωθούν;
            - Γράφοντας το Για την Πατρίδα κι ένα άλλο παραμυθάκι, το διάβαζα λίγο λίγο στα παιδιά μου και αναλόγως που μου έκαμαν κρίσεις, είτε πως δεν ήταν αρκετά καθαρή η διήγηση είτε πως ήταν πολύ σύντομη, το μετέβαλλα και το έβαζα στο επίπεδο του μυαλού των (σελ. 22).
            - Ωστόσο αυτό διόλου δε μείωνε τη λογοτεχνική τους αξία. Ο Αργύρης Εφταλιώτης σας έγραψε κάποτε για τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου: «Τέτοιο τεχνοδούλευτο ιστορικό μυθιστόρημα δε θυμούμαι να διάβασα». Τι σας έκανε, αλήθεια να γράψετε ιστορικά μυθιστορήματα; Ας μιλήσουμε για τα δύο πρώτα.
            - Γράφοντας τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου ένα μόνο σκοπό είχα: να μάθει το παιδί που θα το διαβάσει την ιστορία του. Και νομίζω πως η μόνη αξία του βιβλίου αυτού – αν έχει και καμιά αξία – είναι που ακολουθεί πιστά, ως την υπερβολή ίσως, τα ιστορικά γεγονότα, πράγμα που με έβαλε δυο τρεις φορές σε μεγάλη δυσκολία για να το τελειώσω (σελ. 43). ΄Οσο για το Για την πατρίδα, το έγραψα μ’ ένα και μόνο σκοπό: να δώσω στα παιδιά μας να διαβάσουν κάτι ελληνικό, όπου διασκεδάζοντας να μάθουν και λίγη ιστορία, ήθη και έθιμα ελληνικά, κάτι που να μην είναι «μετάφρασις εκ του γαλλικού», «αγγλικού» ή «γερμανικού», αλλά γνήσιο ελληνικό (σελ. 99). Πάντως, πριν γράψει κανείς, πρέπει να διαβάσει πολλά, να μπει στο πνεύμα της εποχής (σελ. 108). Για το ’ 21 ήθελα να γράψω διασκεδαστικά αναγνώσματα, ανακατώνοντας όσα περισσότερα ιστορικά γεγονότα μπορώ μέσα στο διήγημα, με τρόπο ώστε, χωρίς να μελετά το παιδί, να μαζεύει γνώσεις εκείνης της εποχής, να γνωρίζει τον Διάκο ή τον Μπότσαρη ή τον Κολοκοτρώνη ή τον Τζαβέλα, όχι σαν τους σκυθρωπούς οπλαρχηγούς που βλέπει στις ελεεινές ζωγραφιές των σχολικών βιβλίων, όπου μαθαίνει ξηρά ξηρά τα ονόματα των μαχών και τις χρονολογίες, αλλά σαν «ανθρώπους», που ζούσαν και γελούσαν και έτρωγαν και πονούσαν και αγαπούσαν και χόρευαν και πέθαιναν σαν λεοντάρια, και είχαν και τις αδυναμίες τους πλάι στους ηρωισμούς των (σελ. 109).
            Ο Παλαμάς, όταν διάβασε το χειρόγραφο του βιβλίου σας Για την πατρίδα, το χαρακτήρισε «πολύ πετυχημένο και ανώτερο». Για τους χαρακτήρες όμως είχε κάποιες επιφυλάξεις. Παρατήρησε ότι «η ψυχολογία των χαρακτήρων είναι κάπως πολύ απλή, θα ήθελε κάποιο σκάψιμο», πως «οι ήρωες της ιστορίας αυτής δεν είναι ατομικά ξεχωρισμένοι χαρακτήρες, μα πιο πολύ τύποι κοινοί σε μιαν εποχή» (σελ. 93). Είχε άραγε δίκιο; Κι αν ναι, δεν μπορούσατε τάχα ή δε θέλατε να επιμείνετε σ’ αυτό το σκάψιμο;
            - Η αλήθεια είναι πως απόφυγα συστηματικά την ψυχολογία των χαρακτήρων, πως δε θέλησα να φτιάσω «πρόσωπα» αλλά να ξυπνήσω «αισθήματα» και «ιδέες» στα παιδιά. Νομίζετε καλό να δίνετε του παιδικού ψυχολογημένο χαρακτήρα να μελετήσει; Δε νομίζετε καλύτερο να ξυπνάτε απλά στο μυαλό του παιδιού σκέψεις και αισθήματα ευγενικά και δυνατά; (σελ. 22).
            - ΄Ισως έχετε δίκιο. Ας μιλήσουμε τώρα για κάτι που ακόμα συζητιέται. ΄Εχει λεχτεί πως βασικό χαρακτηριστικό των λογοτεχνημάτων για παιδιά είναι το αίσθημα αισιοδοξίας που αφήνουν τελικά, παρ’ όλες τις τραγικές καταστάσεις που ίσως περιγράφουν ή τα τυχόν θλιβερά θέματα που θίγουν. Εσείς τι πιστεύετε; Συμφωνείτε;
            - Στο παιδί πρέπει να ξυπνούμε την αγάπη της ζωής, τη δύναμη, τη θέληση, όχι την κούραση που βρίσκεται στο βάθος των περισσοτέρων της φυλής μας (σελ. 30).
            - Κρίνοντας κανείς από τις απόψεις των πνευματικών ανθρώπων που σας έγραφαν, «παιδαγωγικά λάθη» δεν υπήρχαν στο δικό σας έργο, τουλάχιστον με τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής. Ο Δελμούζος, για παράδειγμα, χαρακτήρισε το Για την πατρίδα «το πρώτο εθνικό βιβλίο για τα παιδιά μας» (σελ. 203) και το Παραμύθι χωρίς όνομα «το δεύτερο εθνικό βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, εθνικό γιατί με χτυπητά χρώματα ζωγραφίζει την Ελλάδα κατρακυλισμένη στο βυθό της διαφθοράς, έτσι που πονείς. Κι ακόμα, γιατί στην ανάσταση των Μοιρολατρών βλέπει καθένας ν’ ανασταίνεται και να παίρνει σάρκα τα’ όνειρο της ελληνικής ψυχής» (σελ. 220). Ωστόσο, τέτοιοι ήταν οι καιροί το Δεκέμβριο του 1910, που φοβόταν πως «αν βγει έξω, θα κατασχεθεί», επειδή το έβρισκε «αντιΓεωργικότατο», μολονότι «φιλοβασιλικότατο» (σελ. 221)…


            - Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι… Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς και το Βασιλόπουλο ο νέος ΄Ελληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρει τη δύναμη ν’ αναγεννηθεί, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον έναν και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες. Το κακό είναι που σε παραμύθι αναγκάζεται κανείς με πρόσωπα να συμβολίζει τα πράγματα κι έτσι η λέξη μονάχα «ο βασιλιάς» είναι αιτία που ζητά ο αναγνώστης στο Βασιλέα του τόπου να την εφαρμόσει (σελ. 222-223).
            - Κάτι άλλο που σας απασχολούσε στην αλληλογραφία σας με τον Δελμούζο ήταν το θέμα της γλώσσας. Εκείνος, νομίζω, δε σας μάλωνε και τόσο… ΄Αλλοι στάθηκαν πολύ σκληρότεροι απέναντί σας, επειδή δεν έβρισκαν τη γλώσσα σας αρκετά «δημοτική» ή ομοιόμορφη. Για παράδειγμα ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε κάποτε: «Κρίμα! Δεν μπορείτε να ξεφορτωθείτε αφτή την καθαρέβουσα! Κουνηθείτε, σειστείτε, τινάξτε καλά τα ρούχα σας να πέσει όση κάθεται απάνω σας σα σκόνη» (σελ. 100). Και ο Αλεξ. Πάλλης, μόλο που βρήκε το Για την πατρίδα μυθιστόρημα «απλά δεμένο και ιστορημένο δίχως λυρισμούς και δίχως μπερδέματα», σας έγραψε: «σας έχουν αφτού αφανίσει οι γκουβερνάντες σας οι φταντζεζοεγκλεζογερμανίδες – μάλιστα οι φταντζέζες – και συχνά δε μιλάτε σα Ρωμιοί (σελ. 76). Κι ακόμα ότι «η αδιαφορία σας στο να πείτε τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο που γίνεται είναι σκάνταλο» (σελ. 82). Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε ότι η γλώσσα σας «έχει πού και πού θύμησες απ’ την καθαρέβουσα» (σελ. 91)…
            - Όλα όσα μου λέτε για τη γλώσσα τα παραδέχομαι. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να γράψω αλλιώς, αφού ήθελα να γράψω απλά, με ειλικρίνεια. Αυτή την ανακατωμένη γλώσσα μιλούμε, αυτήν έγραψα, γιατί αυτή μ’ ερχόταν φυσική. Η γλώσσα για μένα δεν ήταν σκοπός, ήταν μέσο. Δεν είναι καθάρια δημοτική; Τι να κάμω; Αυτήν ήξερα και μ’ αυτήν μπορούσα να πως καθαρότερα εκείνα που ήθελα. Πρώτα απ’ όλα ήθελα να είμαι ειλικρινής σ’ ό,τι έγραφα. Και μόνο στη γλώσσα που μιλούσα μπορούσα να μείνω «εγώ» (σελ. 92). Οι κανόνες του Ψυχάρη μού φαίνονταν ξένοι, όσο και οι κανόνες της καθαρεύουσας, γι’ αυτό έγραφα όμως μιλούσα, απαράλλακτα! Γι’ αυτό γράφω «για», «μιλώ», «προφταίνω» και άλλα, και όμως γράφω «ήδη», «αναφώνησα», «απειλητικά» και χίλιες άλλες που δεν είναι λαϊκές (σελ. 126).
            - Αυτό το «δε μιλάτε σα Ρωμιοί» οδηγεί τη σκέψη μου σε κάτι άλλο. Στις Πρώτες ενθυμήσεις σας, αν δεν κάνω λάθος, λέτε ότι στην παιδική σας ηλικία θαυμάζατε τους ομογενείς. Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι στην ωριμότητά σας αλλάζει η στάση σας αυτή. Στο παραμύθι σας «Εκεί π’ ανθίζουν οι δάφνες», στο Παραμύθια και άλλα (1915) είστε αμείλικτη με τον Λουκή, τον ομογενή ήρωά σας. Ακόμα πιο αυστηρή είστε με όσους δεν επέστρεψαν στην πατρίδα, αλλά έμειναν έξω. Κάτι σχετικό είχατε γράψει στον Δημ. Πετροκόκκινο, νομίζω, για κάποιους Χίους του εξωτερικού. Τι ακριβώς του είπατε;
            - Το ότι πρόκοψαν τρεις γενεές Χίων και έγιναν λαμπροί Αμερικανοί μ’ αφήνει πολύ ψυχρή. Θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες αλλά ΄Ελληνες, παρά ναύαρχους και εκατομμυριούχους Αμερικάνους. Εκτιμώ πολύ περισσότερο τους συγγενείς τους που έμειναν, έζησαν, παντρεύτηκαν και πέθαναν και άφησαν παιδιά στη Χίο, σκονάκια άγνωστα στην ιστορία του κόσμου, αλλά σκονάκια ελληνικά, μόρια που σχηματίζουν, μαζί με πολλά άλλα μόρια το σημερινό ελληνισμό (σελ. 369).
            Αυτό το «θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες» δείχνει μιαν άλλη στάση από κείνη που κάποτε εκφράσατε για τις κοινωνικές τάξεις και για την οποία σας μάλωσε ο Δελμούζος…
            - Μα σε μας δεν έχει τάξεις! Αστική τάξη σε μας είναι ο «λαός» που ξέρει γράμματα, είναι ο αδελφός του Μενιδιάτη αγωγιάτη που σπούδασε «καθηγητής θεολογίας», είναι ο γιατρός του Ναυτικού, με χίλια γαλόνια, του οποίου η μητέρα φορεί τσεμπέρι, είναι ο δικηγόρος, που ο πατέρας του βαστά ακόμα τη στάνη του, είναι ο ίδιος ο εκατομμυριούχος μεγαλοοινοποιός, που ως παιδί έβοσκε τα πρόβατά του, τη νύχτα, με γελασιά, σε γειτονικό χωράφι. Αυτοί είναι οι αστοί μας…
            - Αυτά και άλλα πολλά που γράψατε τον Αύγουστο του 1921 αγανακτισμένη με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την άδικη δίωξη του πατέρα σας, καθώς και πολλά ακόμα που λέγατε, ξάστερα και τσουχτερά, σε όλη σας τη ζωή, φαίνεται πως ενόχλησαν και ενοχλούν ακόμα πολλούς. ΄Ισως γι’ αυτό και προσπαθούν να σας επιτεθούν με αβάσιμες κατηγορίες…
            - Είναι φοβερή η αρρώστια αυτή που έχουμε να γκρεμίζουμε αδιάκοπα χωρίς να βάζουμε τίποτα στη θέση του γκρεμισμένου (σελ. 97). Δεν ξέρω αν θα είναι παρηγοριά να σκεφτούμε πως ο Ρωμιός αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου. Αυτοί που σήμερα γυρεύουν να σας κάψουν, αύριο ή σ’ ένα ή σε δύο ή σε πέντε χρόνια μπορούν να σας κάμουν άγαλμα (σελ. 225).
            - ΄Εχω πάντως την πεποίθηση ότι φυσιογνωμίες σαν εσάς με τέτοια προσφορά και δράση πάντα θα βρίσκονται άνθρωποι να τις θυμούνται και να τις τιμούν. Παράδειγμα ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου που, από το 1988, καθιέρωσε ετήσιο βραβείο Παιδικής λογοτεχνίας στη μνήμη σας.
            Η Πηνελόπη Δέλτα γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της έδειχνε αγάπη, κάποια ικανοποίηση μα και πολλή σεμνότητα. Είχα όμως την αίσθηση ότι οι ερωτήσεις μου είχαν αρχίσει να την κουράζουν. Και ήθελα τόσα ακόμα να τη ρωτήσω… Θα μου απαντούσε άραγε; Διάλεξα μια τελευταία ερώτηση που πάντα τη θεωρούσα σημαντική.
            - Ξέρετε –άρχισα διστακτικά – ήθελα πάντα να σας μιλήσω για το βιβλίο Παραμύθια και άλλα. Πολλοί, σαν εμένα, που λατρεύουν το Παραμύθι χωρίς όνομα και τιμούν το έργο σας γενικά, πιστεύουν ότι εκείνα τα παραμύθια είναι κατώτερα από τ’ άλλα σας βιβλία. ΄Αραγε σήμερα θα το ξαναγράφατε; Μήπως θ’ απορρίπτατε ολότελα μερικές ιστορίες, ή θα τις αλλάζατε;
            Δε μου απάντησε. Μόνο σαν να την άκουσα να ψιθυρίζει:
- Τίποτα δε λαχταρώ τόσο αυτή την ώρα, όσο λίγη σιωπή…(σελ.345).
Με τούτη τη φράση η όψη της άρχισε να σβήνει λίγο λίγο από τα μάτια μου. Η πολυθρόνα απέναντί μου απόμεινε κενή. Και τα υπόλοιπα ερωτήματά μου αναπάντητα.

____________
(*) Από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τεύχος 16/1989, σελ. 282-288, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, σελ. 145-155 (Καστανιώτης 1990, σελ.220). ΄Ολες οι απαντήσεις της Πηνελόπης Δέλτα είναι παρμένες από δικά της γράμματα δημοσιευμένα στον τόμο Αλληλογραφία της Π.Σ. Δέλτα, 1906-1940, με επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη (Εστία). Ο αριθμός των σελίδων όπου βρίσκονται τα αποσπάσματα αναφέρονται μέσα σε παρένθεση.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Νοέμβρης το φτωχόπαιδο... της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου.

    
« Όταν ο Νοέμβρης ήρθε στον κόσμο, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, ο Σεπτέμβρης και ο Οκτώβρης, είχαν φύγει στην ξενιτιά. Οι γονείς του είχαν φτωχύνει και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το αραχνοΰφαντο φουστάνι της μητέρας του της Βροχής είχε τόσο ξεφτίσει, που είχαν μείνει μονάχα τα κρόσσια. Και τα χρώματα που είχε για να ζωγραφίζει ο πατέρας του το Φθινόπωρο είχαν σωθεί από καιρό. ΄Ετσι η κυρα-Βροχή ξενόπλενε, πότε δω, πότε κει, όλη μέρα. Και το Φθινόπωρο είχε παρατήσει τη ζωγραφική κι έβαφε γκρίζα την πλάση με το μεροκάματο.
- Αχ! αναστέναζε κάθε τόσο. Αχ, και να μπορούσα να ξαναπιάσω την τέχνη μου, τι θάλασσες και βουνά θα ζωγράφιζα…
       Τον άκουγε η Βροχή και σπάραζε η καρδιά της. Παραπάνω δε γινότανε να δουλέψει, όσο κι αν προσπαθούσε. Τι άλλο να έκανε, για να ξεφύγει ο καλλιτέχνης ο άντρας της απ’ το μεροκάματο; Δεν μπορούσε να τον ακούει ν’ αναστενάζει. Την έπιανε το παράπονο.
      Και τότε στη γη άρχιζε να βρέχει.
      Ο Νοέμβρης έβλεπε τους γονείς του θλιμμένους και λυπόταν κι αυτός κατάκαρδα. «Μόλις μεγαλώσω λιγάκι, θα βρω μια δουλειά να τους ξεκουράσω» υποσχόταν στον εαυτό του. «Θέλω κάποτε να τους δω και τους δυο να χαμογελάνε».
      Όμως η ζωή γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Το φως λιγόστευε, η μέρα μίκραινε, δυνάμωναν οι αέρηδες και θέριευε το κρύο. Η Βροχή με το πλύσιμο κουραζόταν πολύ. Και το Φθινόπωρο έβαφε, όλο έβαφε, αλλά η πλάση θαρρείς και δεν είχε πουθενά τελειωμό.
- Αχ! βαριαναστέναζε. Πάει η ζωγραφική μου. Πάνε τα ωραία μου χρώματα και τα ωραία σχέδια που είχα στο νου μου. Δε θα ξαναζωγραφίσω ποτέ πια, φαίνεται…
      Τ’ άκουγε τούτα τα λόγια η Βροχή και πολύ πικραινόταν. Ο άντρας της ήταν ζωγράφος σπουδαίος και τα μόνα πινέλα που έπρεπε να πιάνει στα χέρια του ήταν τα πινέλα της ζωγραφικής. Δεν μπορούσε να τον νιώθει να βαριαναστενάζει. Την έπαιρναν τα δάκρυα.
      Και τότε στη γη έπιανε μπόρα γερή… »   

(Από το βιβλίο «Τα παιδιά του Φθινόπωρου», Πατάκης 1988, 19η έκδ. 2012. Εικονογράφηση με κολάζ της Λ.Π.)

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Η φαντασία του Οκτώβρη.

Τον Οκτώβρη τον έστελναν οι γονείς του από μικρό, κάθε μέρα, στον παππού του το Χρόνο.
«Ο παππούς σου γερνάει και πρέπει κάποιος να του κρατάει συντροφιά» του είχε πει ο πατέρας του το Φθινόπωρο.
«Ο παππούς σου πονάει και πρέπει κάποιος να τον παρηγορεί, γι;α να ξεχνάει τα’ αρθριτικά» του είχε πει η μαμά του η Βροχή.
    Έτσι, ο Οκτώβρης πήγαινε στον παππού κάθε απόγευμα. Και το βράδυ έλεγε στους γονείς του τα νέα.
    Εκείνη την εποχή στο σπίτι του Χρόνου όλα ήταν φτιαγμένα από σύννεφα. Ο Οκτώβρης λοιπόν, από την πρώτη κιόλας ημέρα, πήρε ένα συννεφένιο σκαμνάκι και κάθισε δίπλα του...






















(Από το βιβλίο Τα παιδιά του Φθινόπωρου, σειρά Ιστορίες που κανένας δεν ξέρει, Πατάκης 18η έκδοση 2010. Εικόνες της Λότης Πέτροβιτς με κολάζ)



  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ο Σεπτέμβρης στο σχολείο, της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά του Φθινόπωρου» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες,Πατάκης 1988, 18η έκδοση 2010. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.)


Τη μέρα που γεννήθηκε ο Σεπτέμβρης στη χώρα του παππού του, του Χρόνου, μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν κυνηγητό στη γειτονιά.
    «Να πάω κι εγώ να παίξω μαζί τους;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
     Το Φθινόπωρο, που ήταν ζωγράφος, είχε πολύ δουλειά και λίγη όρεξη για κουβέντες. Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα. ΄Εβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα, χρυσαφένια σταφύλια στ’ αμπέλια και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
     «Να ρωτήσεις καλύτερα τη μητέρα σου» αποκρίθηκε.
    ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή.
     «Κυνηγητό;» ξαφνιάστηκε κείνη. «Μα μόλις γεννήθηκες, δεν μπορείς!»
     «Μπορώ!» της αντιμίλησε ο γιος της. Αφού είμαι μήνας, τρέχω από την πρώτη μου μέρα.»
     «΄Ασ’ τον να παίξει με τα συννεφάκια!» μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός του είναι.»
    ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης άρχισε να παίζει ολημερίς κυνηγητό με τους καινούριους του φίλους.
     Ένα πρωί όμως τα συννεφάκια πέρασαν εμπρός από το σπίτι του βιαστικά, ντυμένα με γκρίζες ποδιές και κρατώντας το καθένα μια σάκα γεμάτη νερό.
      «Ε, συννεφάκια! Για πού το βάλατε;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης. «Δε θα παίξουμε σήμερα;»
      «Δεν μπορούμε!» είπαν μ’ ένα στόμα τα συννεφάκια. «Από σήμερα θα πηγαίνουμε κάθε μέρα σχολείο.
       Και συνέχισαν ο δρόμο τους βιαστικά.
      «Να πάω κι εγώ στο σχολείο μαζί τους;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης τη μάνα του.
       Η κυρα-Βροχή ετοιμαζόταν να κατέβει στη γη να ποτίσει τους αγρούς και τους κήπους, να καταβρέξει τους δρόμους και να πλύνει τις πόλεις. Είχε φούριες λοιπόν και λίγο κέφι για λόγια.
      «Δε ρωτάς καλύτερα τον πατέρα σου;» είπε.
     ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε το Φθινόπωρο, που ζωγράφιζε ακόμα.
      «Σχολείο;» απόρησε του λόγου του. «Μα δεν είσαι παρά δέκα ήμερών. Τα συννεφάκια ίσως έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο.»
      «Και τι σημασία έχει;» γκρίνιαξε ο γιος του. «΄Ενας μήνας δέκα ημερών δεν έχει προχωρήσει και λίγο. Αν ήμουν εννιά, θα καθόμουν στο σπίτι να τεμπελιάζω.»
      «΄Ασ’ τον να πάει σχολείο!» μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός είναι.»
      ‘Ετσι ο Σεπτέμβρης έτρεξε γρήγορα, πρόφτασε τα συννεφάκια και πήγε μαζί τους στο σχολείο της Συννεφιάς…

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Γιατί λέμε ψέματα την Πρωταπριλιά - η εκδοχή της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου !

Ο Απρίλης, το τέταρτο εγγόνι του Χρόνου, από την πρώτη μέρα που ήρθε στον κόσμο είχε ένα μεγάλο ελάττωμα: έλεγε ψέματα διαρκώς! Το πρώτο του ψέμα το ξεφούρνισε στο πρώτο χελιδόνι που μόλις είχε φτάσει λαχανιασμένο.
            - Εσύ δεν είσαι ο Απρίλης, ο δεύτερος γιος της ΄Ανοιξης; ρώτησε το πουλί.
            - Όχι! Λάθος! έπνιξε κείνος το γέλιο του. Εγώ είμαι η Πρωταπριλιά, η πρώτη της κόρη!
            Το χελιδόνι τον πίστεψε, γιατί ο Απρίλης είχε χρυσές μπούκλες από ηλιαχτίδες και η φωνή του έμοιαζε κοριτσίστικη, αφού ήταν ακόμα μικρός. Σάστισε λοιπόν κι ετοιμάστηκε να ξαναφύγει, επειδή μήνα-κορίτσι δεν είχε ξανακούσει ποτέ.
            Ο παππούς Χρόνος άκουσε το ψέμα του εγγονού του, τον φώναξε και του είπε:
            -Απρίλη, μη λες ψέματα, γιατί θα το μετανιώσεις!
            Ο Απρίλης όμως δεν τον άκουσε.... Και συνέχισε.
……………………………………………………………………………………….
            ΄Εγινε τέτοιο κακό στη Φύση λοιπόν, που ήρθε ο Χρόνος τρέχοντας να βάλει στη χώρα του κάποια τάξη.
            - Δε φταίμε εμείς, στριμώχτηκαν τα σύννεφα ποιο πρώτα ν’ απαντήσει. Το εγγόνι σου φταίει, που μας γέμισε ψέματα
            - Ο Απρίλης φταίει για όλα, βεβαίωσαν ο ΄Ανεμος, η Βροχή, το Χιόνι και η Χιονοθύελλα.
Ο παππούς Χρόνος ντράπηκε για το εγγόνι του και δεν ήξερε τι να πει. Τον Απρίλη τον αγαπούσε, αλλά το σωστό ήταν να σκεφτεί κάποια τιμωρία., μικρή βέβαια, γιατί μικρός ήταν κι ο Απρίλης. Και σίγουρα με τα ψέματα ήθελε μονάχα να παίξει. Σκέφτηκε λοιπόν, σκέφτηκε κι ύστερα είπε:
- Η τιμωρία του Απρίλη θα είναι να του πουλάμε εμείς ψέματα στα γενέθλιά του, αντί να του δίνουμε δώρα. Από δω κι εμπρός τη μέρα που γεννήθηκε θα τη λέμε Πρωταπριλιά και θα επιτρέπω σε όλους σας να του λέτε όσα ψέματα θέλετε!...»


(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά της ΄Ανοιξης» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 18η έκδοση 2010. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.) http://www.loty.gr/paramith_analyt_10.htm
http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=232630

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Τα δάκρυα της δασκάλας:διήγημα της Λότης Πέτροβιτς για τη Γερμανική Κατοχή.

συσσίτιο σε σχολείο στα χρόνια της Κατοχής
Μία από τις ιστορίες που διαβάσαμε σήμερα στην τάξη μας (και ίσως η πιο συγκινητική) ήταν το διήγημα της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου:'Τα δάκρυα της δασκάλας' από το βιβλίο της 'Ο καιρός της σοκολάτας'. 
Μία ιστορία που διαδραματίζεται στην Αθήνα στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.





Διαβάστε το διήγημα παρακάτω...


"..... Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. 'Ηταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά.

Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή.
«Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;»
«Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά.
«Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου.

Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο.

Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. 'Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. "Γλυκόζη" το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους.

΄Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά.
Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια.
Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.

Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά.
«Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του– “πειραχτήρης” ήταν το παρατσούκλι του - να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του.
Ο άλλος έγνεψε "ναι". Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ' αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη.
Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. 'Υστερα τ' αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι.
'Οταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα.
Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε.

 Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι.
«Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα.
«Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!»

Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της... 'Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα.

«Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ' όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!»
Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε...

Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!»
Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε... "

Απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου : Ο καιρός της σοκολάτας

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Η κ.Λότη Πέτροβιτς στο νησί μας !

Εδώ και μια ώρα περίπου η αγαπημένη μας συγγραφέας Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου βρίσκεται στην Κέρκυρα ! 

Ανυπομονεί , όπως κι εμείς άλλωστε , να μας γνωρίσει από κοντά και να συζητήσει μαζί μας !

Αύριο το πρωί θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε πολλά μαζί της !

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Οι ζωγραφιές μας από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου :Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας;

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Κάτοικος του Πλανήτη Δέλτα ανάμεσα στους νικητές του 11ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Παραμυθιού !

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες από τότε που ολοκληρώθηκε και για φέτος ο Πανελλήνιος Διαγωνισμός Παραμυθιού . Οι μαθητές μας έδειξαν μεγάλη ανταπόκριση και σχεδόν όλοι έγραψαν κι από ένα παραμύθι .Και μόνο η συμμετοχή μας σε έναν τέτοιας εμβέλειας διαγωνισμό μας γέμισε με χαρά και ικανοποίηση . Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να ξέρεις ότι θα διαβάσουν την ιστορία σου ο Ευγένιος Τριβιζάς , η Λότη Πέτροβιτς Ανδουτσοπούλου και μερικοί ακόμη από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς...

Η χαρά μας όμως έγινε πολύ μεγαλύτερη όταν δεχθήκαμε προχθές ένα τηλεφώνημα από τα γραφεία του περιοδικού kidsfun που μας ανακοίνωνε ότι μία μαθήτρια μας , η Λάουρα Βασ. , είναι μέσα στους εννέα νικητές του διαγωνισμού ! 

 
Μόλις το έμαθαν οι συμμαθητές της ξέσπασαν σε χειροκροτήματα νιώθοντας υπερήφανοι για τη φίλη τους ! Αργότερα , όλοι οι δάσκαλοι του σχολείου , αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές της έδιναν συγχαρητήρια για αυτή τη σπουδαία της διάκριση . 

Πολλά ΜΠΡΑΒΟ , λοιπόν , στη Λάουρα ( η 1η Κερκυραία μαθήτρια που κερδίζει σε αυτό το διαγωνισμό στα 11 χρόνια διεξαγωγής του ) που κατόρθωσε να πρωτεύσει ανάμεσα σε 25.000 μαθητές από όλη την Ελλάδα !



Η βράβευσή της θα γίνει στις 3 Ιουνίου στην 11η Γιορτή Παραμυθιού , η οποία θα λάβει χώρα στο Θέατρο Παλλάς στην Αθήνα . 

Περισσότερα για την εκδήλωση εδώ .


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Το εβδομαδιαίο μας πρόγραμμα!